τσιτσίδι

τσιτσίδι
εηίρρ. нагишом, голышом

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "τσιτσίδι" в других словарях:

  • τσιτσίδι — επιρ. τροπ., χωρίς κανένα ρούχο: Έγδυσε το παιδί τσιτσίδι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσιτσίδι — Ν επίρρ. 1. χωρίς κανένα ρούχο, εντελώς γυμνός 2. ως επίθ. τσίτσιδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσιτσί + υποκορ. κατάλ. ίδι (πρβλ. μουσκ ίδι)] …   Dictionary of Greek

  • τσίτσιδος — η, ο, Ν [τσιτσίδι] ολόγυμνος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»